Χαιρετισμός της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκας Παπαρήγα στη συνάντηση με αντιπροσωπείες του συνεδρίου της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας
Με ιδιαίτερη χαρά σας υποδεχόμαστε στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ. Με πολύ ενδιαφέρον και προσδοκίες αναμένουμε τις τελικές αποφάσεις του συνεδρίου σας, σε μια περίοδο που οι λαοί έχουν ανάγκη από ένα ισχυρό, σταθερό και αταλάντευτο στήριγμα, μια δύναμη έμπνευσης και αυτοπεποίθησης στον δύσκολο και βασανιστικό αγώνα τους.
Η οικονομική καπιταλιστική κρίση είναι σε πλήρη εξέλιξη, ξεκίνησε όπως πάντα από μια χώρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τις ΗΠΑ, και διαδοχικά χτυπά πολλές χώρες της ΕΕ και όχι μόνο.
Τα διάφορα επιστημονικά ινστιτούτα του ιμπεριαλισμού και οι πιο σοβαροί αναλυτές διαπιστώνουν ότι όταν επέλθει η ανάκαμψη, διαδοχικά από χώρα σε χώρα αυτή θα συνοδεύεται από υψηλή και αύξουσα ανεργία και πληθωρισμό. Εμείς προσθέτουμε αυτό που επίσης αναγνωρίζεται σε πιο χαμηλούς τόνους, ότι ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός σε συνθήκες απελευθέρωσης της κίνησης των κεφαλαίων, είναι πολύ πιθανό να φέρει σοβαρές ανακατατάξεις στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, που θα αγκαλιάσει και τις μεσαίες και ίσως κατώτερες βαθμίδες, επομένως και στη διάρκεια της κρίσης και της όποιας ανάκαμψης, θα εκδηλωθεί σε αρκετές χώρες και πολιτική αστάθεια και κυρίως οξυμμένες συγκρούσεις στρατιωτικές, πολεμικές, για το ξαναμοίρασμα της λείας.
Ο πόλεμος κατά της Λιβύης είναι ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα και βεβαίως όχι το τελευταίο, όταν μάλιστα σημειώνονται ανάλογες εξελίξεις σε μια σειρά αραβικές χώρες, ενώ η Αφρική αναδεικνύεται σε μεγάλο θέατρο των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Αναπόφευκτα κατά τη γνώμη μας σήμερα τίθεται στην πρώτη γραμμή η εξειδίκευση της στρατηγικής και τακτικής του εργατικού κινήματος, ώστε να αντέξει την πίεση σε περίοδο κρίσης, να περάσει σε φάση αντεπίθεσης, να κατοχυρώσει ένα σοβαρό βήμα εμπρός, ένα μικρό ή μεγάλο άλμα, ώστε να αρχίσει η πορεία αντίστροφης μέτρησης στον αρνητικό συσχετισμό δύναμης όπως έχει εξελιχθεί την τελευταία 20ετία.
Εμείς μιλάμε για εξειδίκευση ως κόμμα, γιατί η κρίση μας βρήκε ιδεολογικά και πολιτικά προετοιμασμένους, με νέο πρόγραμμα και επεξεργασμένη στις σύγχρονες συνθήκες στρατηγική, αλλά και με διεύρυνση των δεσμών μας με την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της χώρας.
Αυτό που κατά τη γνώμη μας βοήθησε να είμαστε καλυτέρα προετοιμασμένοι ήταν οι επεξεργασίες μας για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού σε συνθήκες ενσωμάτωσης στην ΕΕ, η πολιτική συμμαχιών που έχουμε επεξεργασθεί, που βασίζεται στις εξελίξεις στην κοινωνικοταξικη διάρθρωση της χώρας, και η 18χρονη δουλειά μας για να βγάλουμε επιστημονικά συμπεράσματα για την σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ου αιώνα και τις αιτίες νίκης της αντεπανάστασης, ιδιαίτερα τις εσωτερικές που αφορούν κατά κύριο λόγο το Κόμμα.
Εκτιμάμε ότι σε συνθήκες κρίσης τόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα όσο και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα οφείλουν να τα βγάλουν πέρα σε ένα πολύ σύνθετο αγώνα. Από τη μια μεριά να διαμορφώνουν εστίες και όρους συσπείρωσης με βάση τα καθημερινά προβλήματα που η κρίση οξύνει, ώστε να προσελκυσθούν στη δράση ευρύτερες εργατικές μάζες, ιδιαιτέρα νέες ηλικίες που είναι σχετικά ανώριμες, έχουν διαπαιδαγωγηθεί σε συνθήκες υποχώρησης του παγκόσμιου επαναστατικού εργατικού κινήματος, και ταυτόχρονα όλα αυτά τα ιδιαίτερα μέτωπα κατά τόπο δουλειάς και κλάδο να συνενώνονται σε ένα ενιαίο κίνημα που διεκδικεί ανατροπή του συσχετισμού δύναμης, ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, κατευθύνεται δηλαδή στην προοπτική του σοσιαλισμού.
Βεβαίως δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς σε συνθήκες κρίσης ο ριζοσπαστισμός που μπορεί να αναπτυχτεί προσκρούει όχι μόνο στην κρατική βία και ιδεολογική τρομοκρατία, αλλά και στη συστηματική διάδοση ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών απόψεων που θολώνουν τη συνείδηση, αποδυναμώνουν, κατακερματίζουν, ενσωματώνουν.
Όμως δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τη στρατηγική της ρήξης και της ανατροπής.
Αυτό που σήμερα είναι φανερό, και αποτελεί σχετικά νέο στοιχείο, είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο έχει πολύ περιορισμένα όρια διαχείρισης της κρίσης σε σχέση με το παρελθόν, λόγω των ανταγωνισμών, της ακόμα μεγαλύτερης αναρχίας στις συνθήκες απελευθέρωσης της κίνησης των κεφαλαίων, αύξησης των ιμπεριαλιστικών κέντρων που διεκδικούν το ξαναμοίρασμα κλπ.
Τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος γίνονται πιο ορατά σήμερα από ότι στην κρίση του 1929-33 ή ακόμα και την περίοδο του 70.
Οι αγώνες που περιορίζονται σε ορισμένα αποσπασματικά αιτήματα με στόχο την άμβλυνση των συνεπειών δεν φέρνουν αποτελέσματα, οι κυβερνήσεις δείχνουν αντοχή, ρισκάρουν, όμως δεν κάνουν ούτε εκείνες τις παραχωρήσεις που στο παρελθόν έκαναν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι βάζουμε προκαταβολικά όρια στην ταξική πάλη, αλλά όλα τα πράγματα δείχνουν ότι ένα κίνημα εύκολα μπορεί να κουραστεί, να ενσωματωθεί ή και να τσακιστεί, όταν περιορίζεται στρατηγικά στη διεκδίκηση κάποιων αμυντικών αιτημάτων, σε μια περίοδο που καταργούνται οι όποιες κατακτήσεις είχαν αποσπαστεί ή παραχωρηθεί. Με τον τρόπο αυτό το συνδικαλιστικό κίνημα είτε κινδυνεύει να οδηγηθεί στην πλήρη απαξίωση και ανυποληψία και τελικά να χάσει τον διεκδικητικό του χαρακτήρα μέχρι και να εκφυλιστεί πλήρως, όπως συμβαίνει δυστυχώς στις ΗΠΑ. Να οδηγηθεί στην πλήρη ενσωμάτωση και τον αφοπλισμό όπως συμβαίνει σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες. Το θέμα της πολιτικής εξουσίας υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της πρέπει να μπει μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα όχι συνθηματικά και βολουνταριστικά, αλλά σχεδιασμένα, παίρνοντας υπόψη την πείρα των μαζών. Ισχύει και σήμερα ότι πρέπει να πεισθεί η εργατική τάξη, όσο γίνεται μεγαλύτερο τμήμα της, από την ίδια της την πείρα. Όμως για να μετατραπεί η πείρα σε πολιτική ωρίμανση χρειάζεται σωστή επαναστατική στρατηγική και τακτική, διαφορετικά η πείρα των μαζών θα διαμορφώνεται όχι μόνο με βάση τα προβλήματά τους αλλά και τα ιδεολογικά σκουπίδια της αστικής ιδεολογίας και του ρεφορμισμού, οπορτουνισμού. Το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί ούτε να ρυθμιστεί και να εκσυγχρονισθεί προς όφελος των εργαζομένων. Καμιά παραλλαγή μίγματος δεν μπορεί να απαλείψει τη βαρβαρότητα της ταξικής εκμετάλλευσης. Το καπιταλιστικό σύστημα διαθέτει ορισμένες εφεδρείες να σχηματίζει κυβερνήσεις συνεργασίας με ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, με οικολογικά σχήματα, όμως αυτό δεν αλλάζει ότι παραμένει απέναντι στο λαό μια αστική κυβέρνηση που στηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα με συνέπεια και σταθερότητα.
Ένα εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα είναι η στάση του κομμουνιστικού και του εργατικού κινήματος απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και κάθε μορφής επέμβαση.
Έχει απόλυτη ισχύ και σήμερα ο διαχωρισμός των πολέμων σε δίκαιους και άδικους. Δεν είναι θέμα τι διαλέγεις, το ζήτημα είναι αντικειμενικό γιατί ο ιμπεριαλισμός και ο πόλεμος είναι απολύτως συμβατοί μεταξύ τους.
Εμείς είπαμε από την πρώτη στιγμή ΟΧΙ στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, στην Ασία, ανεξάρτητα της διαφοράς μας με τα κατά χώρα καθεστώτα, κυβερνήσεις. Το όχι στον πόλεμο του Ιράκ δεν σήμαινε βεβαίως ανοχή στον Σαντάμ, ούτε το όχι στον πόλεμο της Λιβύης έχει καμιά σχέση με ανοχή και υποστήριξη του Καντάφι.
Σε κάθε χώρα την πρώτη ευθύνη έχει ο ίδιος ο λαός, με επικεφαλής την εργατική τάξη, να επιβάλλει ανατροπή συσχετισμών και να δώσει ριζική λύση, χωρίς την ιμπεριαλιστική προστασία και παρέμβαση. Είναι άλλο πράγμα η ανάγκη να υπάρχει συναπισμένη ενεργητική διεθνιστική εργατική αλληλεγγύη στους λαούς που υποφέρουν.
Θεωρούμε ότι πιο ανοικτά και τολμηρά πρέπει να γίνει πλατιά διαφώτιση των λαών, αλλά και να γίνονται πρακτικές ενέργειες, ώστε να ισχυροποιηθεί η θέση ότι κανένας λαός δεν πρέπει να συντάσσεται στο πλευρό της αστικής τάξης της χώρας του στον ενδοιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, στην προσπάθεια να αποσπάσει ένα μερίδιο από την πίττα της ταξικής εκμετάλλευσης και ιμπεριαλιστικής καταπίεσης.
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Με το σημερινό συσχετισμό δύναμης είναι δύσκολο να αποτραπεί, χωρίς βεβαίως να σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει συστηματική λαϊκή προσπάθεια για την ματαίωσή του. Κάπου μπορεί να υπάρξει ενδεχομένως και στις σημερινές συνθήκες κάποιο αποτέλεσμα. Αντικειμενικά όμως, όταν ξεσπά ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, τίθεται ζήτημα τόσο για το κομμουνιστικό κίνημα όσο και το εργατικό συνδικαλιστικό, στο βαθμό βεβαίως που έχει κρατήσει ή έχει αναπτύξει ταξικό προσανατολισμό να μετατρέψει την πάλη κατά της κατοχής ή της συμμετοχής στον πόλεμο σε αγώνα για την εξουσία, στο βαθμό βεβαίως που εμφανισθούν οι προϋποθέσεις για άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Σε κάθε περίπτωση το αντιπολεμικό κίνημα δεν μπορεί να μένει μόνο σε μια ανθρωπιστική μάχη, ή πολύ περισσότερο σε ένα αγώνα που προσωρινά παραμερίζει την ταξική πάλη στον όνομα του τερματισμού του πολέμου. Η αστική τάξη προ πολλού έχει αποδειχθεί ότι μπροστά στη λαϊκή εξέγερση προτιμά την πολιτική προστασία του ιμπεριαλιστή συμμάχου, τη σύμπραξη με τον επιτιθέμενο, παρά τη διαφύλαξη της ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας της.
Αισθανόμαστε την υποχρέωσή μας, ιδιαίτερα με τους εκλεγμένους κομμουνιστές στα όργανα της ΠΣΟ, στα όργανα των συνδικάτων, σε κοινό αγώνα με όλους όσοι συμμερίζονται τις αρχές της ταξικής πάλης, να συμβάλλουμε στο δυνάμωμα της οργάνωσης, με νέα μέλη οργανώσεις, σε νέες χώρες, ώστε να γίνει μια παγκόσμια δύναμη της πάλης και της ελπίδας.